- εριδμαίνω
- ἐριδμαίνω (Α)1. ερεθίζω («σφήκεσσιν... οὓς παῑδες ἐριδμαίνουσιν», Ομ. Ιλ.)2. φιλονεικώ, ερίζω, εριδαίνω3. κινώ σε φιλονεικία4. (με δοτ.) συναγωνίζομαι, αμιλλώμαι φιλικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερις (θ. εριδ-), αναλογικά προς τα ρήματα σε -μαίνω (πρβλ. πημαίνω)].
Dictionary of Greek. 2013.